- γαλούχηση
- η (Μ γαλούχησις) [γαλουχώ]1. η παροχή μητρικού γάλακτος2. η μόρφωση με πνευματική ή ηθική διδασκαλία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαλούχηση — η 1. ο θηλασμός, το βύζαγμα: Η μητέρα σταμάτησε τη γαλούχηση του μωρού μετά τον έκτο μήνα. 2. η ανατροφή, η παιδαγώγηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήλαστρο — το [θηλάζω] μικρή συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η τεχνητή γαλούχηση τού βρέφους, μπιμπερό … Dictionary of Greek
θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… … Dictionary of Greek